en-academic.com en-academic.com
en-academic.com
  • EN
    • RU
    • DE
    • ES
    • FR
  • Remember this site
  • Embed dictionaries into your website

Academic Dictionaries and Encyclopedias

 
  • Lust (λαγνεία)
  • Interpretations

Lust (λαγνεία)

κερά - κοιν

  • κεραμεύς
  • κεραμικός
  • κεράμιον
  • κέραμος
  • κεράννυμι
  • κέρας, κέρατος
  • κέρασμα,-ατοςτό N 3 0-0-1-1-0=2[/*] Is 65,11; Ps 74(75),9
  • κεράστης
  • κερατίζω
  • κεράτινος
  • κερατιστής
  • κεραυνός
  • κεραυνόω
  • κεράω
  • κέρκος
  • κέρκωψ,-ωπος
  • κεφάλαιον
  • κεφαλαιόω
  • κεφαλή
  • κεφαλίζω
  • κεφαλίς
  • κεφφουρε
  • κεφφουρη
  • κηδεία
  • κηδεμονία
  • κηδεμών
  • κηδεύω
  • κηλιδόω
  • κηλίς,-ῖδος
  • κημός
  • κῆπος
  • κηρίον
  • κηρογονία
  • κηρός
  • κήρυγμα
  • κῆρυξ,-υκος
  • κηρύσσω
  • κῆτος
  • κίβδηλος
  • κιβωτός
Страницы
  • следующая →
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
18+
© Academic, 2000-2025
  • Contact us: Technical Support, Advertising
Dictionaries export, created on PHP,
Joomla,
Drupal,
WordPress, MODx.